- δειροκυπελλον
- δειροκύπελλονδειρο-κύπελλοντό кубок с длинным горлом Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δειροκύπελλον — δειροκύπελλον, το (Α) ποτήρι με μακρύ λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + κύπελλον] … Dictionary of Greek
δειροκύπελλον — long necked cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειροκύπελλα — δειροκύπελλον long necked cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)